ἀστρονομίας

ἀστρονομίας
ἀστρονομίᾱς , ἀστρονομία
astronomy
fem acc pl
ἀστρονομίᾱς , ἀστρονομία
astronomy
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Βολφ, Ρούντολφ — (Rudolph Wolf, 1816 – 1893).Ελβετός αστρονόμος. Δίδαξε μαθηματικά και φυσική στη Βέρνη (1839 55) και το 1847 διορίστηκε διευθυντής του αστεροσκοπείου της Βέρνης· επίσης δίδαξε στο πανεπιστήμιό της αστρονομία. Το 1855 έγινε διευθυντής του… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λαλάντ, Ζοζέφ Ζερόμ Λεφρανσουά ντε- — (Joseph Jérôme Lefrançois de Lalande, Μπουργκ αν Μπρες 1732 – Παρίσι 1807). Γάλλος αστρονόμος. Με την υποστήριξη του δασκάλου του, Πιερ Σαρλ Λεμονιέ, έλαβε μέρος, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, στον προσδιορισμό της παράλλαξης της Σελήνης, που… …   Dictionary of Greek

  • Σίτερ, Βίλεμ ντε- — (Sitter). Ολλανδός αστρονόμος (Σνέεκ 1872 Λέυντεν 1934). Αφού εργάστηκε μερικά χρόνια ως βοηθός στο αστεροσκοπείο του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, διορίστηκε, το 1908, στην έδρα της αστρονομίας του πανεπιστήμιου του Λέυντεν και το 1919 ανάλαβε… …   Dictionary of Greek

  • Χέρσελ, σερ Φρέντερικ Ουίλιαμ — (Herschel, Ανόβερο 1738 – Σλάου, Αγγλία 1822). Άγγλος αστρονόμος γερμανικής καταγωγής, ιδρυτής της νεότερης αστρονομίας και αστροφυσικής. Ο πατέρας του τον προόριζε για μουσικό, αλλά στο Λονδίνο, όπου εγκαταστάθηκε από το 1775, το διάβασμα… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”